- βυζαντινισμός
- ο1) византинофилия; 2) ирон. схоластика; схоластический спор
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βυζαντινισμός — ο 1. η συμπεριφορά κατά τους τρόπους και τα ήθη των Βυζαντινών 2. το Βυζάντιο με την ιστορία και τη δόξα του («ο νους μου πηαίνει σε τιμές μεγάλες της φυλής μας, στον ένδοξό μας βυζαντινισμό», Καβάφης) 3. προσήλωση σε απαρχαιωμένους τύπους,… … Dictionary of Greek
βυζαντινισμός — ο η προσήλωση στη λεπτομέρεια και στον τύπο χωρίς ουσία, η παραγνώριση της πραγματικότητας: Παριστάνει το σοφό αλλά ο βυζαντινισμός του είναι παροιμιώδης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βυζαντινολογία — και βυζαντιολογία, η 1. η επιστήμη που εξετάζει την ιστορία, τη φιλολογία, την τέχνη και τη ζωή των Βυζαντινών 2. φλύαρη και άσκοπη συζήτηση, βυζαντινισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βυζαντινολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek